- δασοτέχνης
- οο ειδικός στην τεχνική διαχείρισης τών δασών.[ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + -τεχνης < τέχνη. Η λ. (στον πληθυντικό) μαρτυρείται από το 1889 στον Νικ. Χλωρό].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek